κοντόκορμος

κοντόκορμος
η , ο см. κοντόσωμος

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "κοντόκορμος" в других словарях:

  • κοντόκορμος — η, ο αυτός που έχει κοντό κορμό, βραχύσωμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοντ(ο) (< κορμός), πρβλ. λυγερό κορμος, υψί κορμος] …   Dictionary of Greek

  • κοντόκορμος — η, ο αυτός που έχει κοντό σώμα, κοντόσωμος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κοντ(ο)- — (ΑM κοντ[ο] και κονδο ) α συνθετικό λέξεων που προέρχεται από το επίθ. κοντός / κονδός, ή, ό ή από το επίρρ. κοντά και δηλώνει ότι το β συνθετικό: 1. είναι κοντός, μικρός, βραχύς (πρβλ. κοντοβράκι, κοντόχειρ, κονδοήλικος, κονδόθριξ) 2. βρίσκεται… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»