κοντόκορμος
Смотреть что такое "κοντόκορμος" в других словарях:
κοντόκορμος — η, ο αυτός που έχει κοντό κορμό, βραχύσωμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοντ(ο) (< κορμός), πρβλ. λυγερό κορμος, υψί κορμος] … Dictionary of Greek
κοντόκορμος — η, ο αυτός που έχει κοντό σώμα, κοντόσωμος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κοντ(ο)- — (ΑM κοντ[ο] και κονδο ) α συνθετικό λέξεων που προέρχεται από το επίθ. κοντός / κονδός, ή, ό ή από το επίρρ. κοντά και δηλώνει ότι το β συνθετικό: 1. είναι κοντός, μικρός, βραχύς (πρβλ. κοντοβράκι, κοντόχειρ, κονδοήλικος, κονδόθριξ) 2. βρίσκεται… … Dictionary of Greek